-
1 ῥιζόω
A cause to strike root: metaph., plant, fix firmly,ὅς μιν [τὴν ναῦν] λᾶαν θῆκε καὶ ἐρρίζωσεν ἔνερθεν Od.13.163
; [νήσους] κατὰ βυσσὸν πρυμνόθεν (s. v.l.) Call.Del.35:—[voice] Pass., of trees and plants, take root, strike root, X.Oec.19.9, Thphr.CP1.2.1:—[voice] Med., ἄριστον ῥιζώσασθαι, of the fig, Id.HP2.5.6; so αἱ πίνναι ἐρρίζωνται, opp. ἀρρίζωτοι, Arist. HA 548a5;ῥ. ἐπί τινος AP6.66
(Paul.Sil.); ὀδὸς βάθροισι γῆθεν ἐρριζωμένος made fast or solid, S.OC 1591; of a bridge,αἰώνιος ἐρρίζωται Epigr.Gr.1078.7
([place name] Adana).2 metaph.,ἐρρίζωσε τὴν τυραννίδα Hdt.1.64
:—[voice] Pass., τυραννὶς ἐρριζωμένη ib.60, cf. Pl.Lg. 839a; ἐξ ἀμαθίας πάντα κακὰ ἐρρ. have their root in.., Id.Ep. 336b, cf. S E. Med.1.271; ἐν ἀγάπῃ ἐρρ. Ep.Eph.3.18.II [voice] Pass. also of land, to be planted with trees,ἀλωὴ ἐρρίζωται Od.7.122
.
См. также в других словарях:
ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για … Dictionary of Greek